- οἰακοστρόφος
- οἰακοστρόφος1 guiding the tiller met. διπλόαν νίκαν ἀνεφάνατο κυβερνατῆρος οἰακοστρόφου γνώμᾳ πεπιθὼν πολυβούλῳ sc. of the trainer Orseas I. 4.71
Lexicon to Pindar. William J.. 2010.
Lexicon to Pindar. William J.. 2010.
οιακοστρόφος — ο (Α οἰακοστρόφος) 1. αυτός που χειρίζεται τον οίακα, ο πηδαλιούχος, ο τιμονιέρης 2. μτφ. αυτός που διαχειρίζεται τα κοινά με σωστό τρόπο, άξιος κυβερνήτης. [ΕΤΥΜΟΛ. < οἴαξ, ακος «τιμόνι» + στροφός (< στρέφω)] … Dictionary of Greek
οἰακοστρόφος — οἰᾱκοστρόφος , οἰακοστρόφος masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κεδνός — κεδνός, ή, όν (Α) 1. (για πρόσ.) ενεργ. 1. φροντιστικός, προσεκτικός, επιμελής, ικανός, πιστός («κεδνός οἰακοστρόφος», Αισχύλ.) 2. ευγενής («παρθένον κεδνάν», Πίνδ.) 3. παθ. αγαπητός, αυτός που τόν φροντίζουν, που τόν αγαπούν («κεδνότατοι καὶ… … Dictionary of Greek
οιακοστροφώ — (Α οἰακοστροφῶ, έω) [οιακοστρόφος] 1. χειρίζομαι τον οίακα, χειρίζομαι το πηδάλιο, πηδαλιουχώ, οιακίζω 2. μτφ. διευθύνω, κυβερνώ, διοικώ, καθοδηγώ … Dictionary of Greek
οιακοστρόφιο(ν) — το [οιακοστρόφος] ναυτ. χειροκίνητος τροχός ο οποίος περιστρεφόμενος μετακινεί τον οίακα και έτσι στρέφει το πηδάλιο τού πλοίου δεξιά ή αριστερά, κν. ρόδα τού τιμονιού … Dictionary of Greek
οιακοφόρος — οἰακοφόρος, ιων. τ. οἰηκοφόρος, ὁ (Α) πηδαλιούχος, οιακονόμος, οιακοστρόφος. [ΕΤΥΜΟΛ. < οἴαξ, ακος «τιμόνι» + φόρος*] … Dictionary of Greek
οἰακοστρόφοι — οἰᾱκοστρόφοι , οἰακοστρόφος masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
οἰακοστρόφον — οἰᾱκοστρόφον , οἰακοστρόφος masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
οἰακοστρόφου — οἰᾱκοστρόφου , οἰακοστρόφος masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
οἰακοστρόφους — οἰᾱκοστρόφους , οἰακοστρόφος masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)